-
1 συμμετοχή
[симмэтохи] ουσ. Θ. соучастие.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συμμετοχή
-
2 участие
-я ουδ.1. μετοχή• συμμετοχή• σύμπραξη, συνεργασία•непосредственное участие άμεση (αυτοπρόσωπη) συμμετοχή•
участие в прибылях η συμμετοχή στα κέρδη: принять деятельное παίρνω δραστήριο μέρος•
с -ем με τη συμμετοχή•
приучастиеи με τη συμμετοχή.
2. παλ. συμπόνια, ευσπλαχνία, οίκτος, λύπη, πονοψυχιά, συμπάθεια•она с -ем распрашивала е αυτή με συμπόνια τη ρωτούσε λεπτομερώς.
-
3 участие
участи||ес1. (в чем-л.) ἡ συμμετοχή/ ἡ σύμπραξη, ἡ συνεργασία (сотрудничество):принимать \участие в чем-л. παίρνω μέρος σέ κάτι· привлекать κ \участиеκ> καλώ νά συμμετάσχουν, ἐξασφαλίζω τή συμμετοχή· при \участиеи μέ τήν συμμετοχή, μέ τήν σύμπραξη·2. (сочувствие) ἡ συμπόνοια, ἡ συμπάθεια:проявлять \участие к кому́-л. δείχνω συμπόνοια· относиться с \участиеем к кому́-л. αίσθάνομαι συμπάθεια γιά κάποιον принимать \участие в ком-л. ἐνδιαφέρομαι γιά τήν τύχη κάποιου· с жнвейшим \участиеем μέ ζωηρότατο ἐνδιαφέρον. -
4 высохнуть
см. высыхать. выставить см. выставлять. выставк{}а{} 1. (установка показаний прибора, выходного сигнала и т.п.) η ρύθμιση 2.(показ) η έκθεσ/ηрекламировать товары на - е διαφημίζω τα προϊόντα/εμπορεύματα στην -участвовать в - е παίρνω μέρος στην -, συμμετέχω στην -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > высохнуть
-
5 заявка
η αίτηση, το αίτημα, η απαίτηση, η παράκλησηвозобновлять - ку ανανεώνω την προσφορά, дата подачи - ки η ημερομηνία εγγραφήςдата представления - ки на участие в торгах η ημερομηνία καταχώρισης της προσφοράς για συμμετοχή στο διαγωνισμόделать - ку δίνω/κάνω την προσφοράподатель - ки ο προσκομίζων/αιτών της προ-σφοράς/αίτησηςсрок подачи - ки η διορία/προθεσμία της προσφοράς- на визу - για άδεια εισόδου/βίζα (ξεν.)- на участие в торгах - για συμμετοχή στο διαγωνισμό (γιαπρομήθεια εμπορευμάτων ή εκτέλεσηέργων)письменная - γραπτή -, предварительная - προκαταρκτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заявка
-
6 участие
участие с η συμμετοχή; принимать \участие (συμ)μετέχω, παίρνω μέρος* * *сη συμμετοχήпринима́ть уча́стие — (συμ)μετέχω, παίρνω μέρος
-
7 причастность
причастностьж ἡ συμμετοχή:\причастность к преступлению ἡ συμμετοχή στό Εγκλημα. -
8 соучастие
соучастиес ἡ συμμέτοχἡ, ἡ συνεργία:\соучастие в преступлении ἡ συμμέτοχή στό ἔγκλημα, ἡ συνενοχή. -
9 соучастие
-я ουδ.συμμετοχή•соучастие в преступлении συμμετοχή στο έγκλημα.
-
10 принадлежность
1. (предмет, представляющий собой необходимый составной элемент чего-л.) το είδ/ος, το εξάρτημα 2. (неотъемлемое свойство, признак чего-л., сопутствующее явление) η ιδιότητα, το χαρακτηριστικό 3. (вхождение в состав чего-л, причастность к чему-л.) η συμμετοχήнациональная - η εθνική ταυτότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > принадлежность
-
11 совместный
κοινός, μεικτόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > совместный
-
12 соучаствовать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > соучаствовать
-
13 активное
акти́вн||оеучастие ἡ ἐνεργός (δραστήρια) συμμετοχή. -
14 ближайший
ближайш||ий(превосх. ст. от близкий)1. (по месту) κοντινότερος, πλησιέστερος, ἐγγύτατος/ γειτονικός (соседний);2. (по времени) προσεχής, ἐπικείμενος:в \ближайшийем бу́дущем είς τό ἐγγύς μέλλον, ἐντός ὁλίγου, πολύ σύντομα;3. (непосредственный) ἄμεσος:\ближайший начальник ὁ ἄμεσος προϊστάμενος; \ближайшийая задача τό ἀμεσο καθήκον при \ближайшийем участии μέ τήν προσωπική συμμετοχή; при \ближайшийем рассмотрении ὑστερα ἀπό προσεχτική ἐξέταση;4. (о родне, друзьях) στενός:\ближайшийие родственники ὁΐ στενοί συγγενείς. -
15 посещцаемость
посещца́емостьж ἡ παρακολούθη· "ΊΗς], ἡ συμμετοχή:\посещцаемость лекций ἡ πα· ρακολούθηση τών παραδόσεων. -
16 сообщии*чество
сообщи́и||*чествос ἡ συμμετοχή, ἡ συνενοχή, ἡ συναιτιότης. -
17 причастность
[πριτσάσναστ'] ουσ. θ. συμμετοχή -
18 сообщничество
[σααπστσνίτσιστβα] ουσ. ο. συμμετοχή -
19 соучастие
[σαουτσάστιιε] ουσ. ο. συμμετοχή -
20 участие
[ουτσάστιιε] ουσ. ο. συμμετοχή
См. также в других словарях:
συμμετοχή — η το να μετέχει κάποιος μαζί με άλλους σε κάτι: Δεν αποδείχτηκε η συμμετοχή του στο πραξικόπημα. – Η συμμετοχή του στη λήψη των αποφάσεων είναι ασήμαντη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμμετοχή — η, ΝΑ [συμμετέχω] το να μετέχει κανείς σε κάτι μαζί με κάποιον ή κάποιους άλλους, συμμέθεξη νεοελλ. (ποιν. δίκ.) σύμπραξη δύο τουλάχιστον προσώπων για την τέλεση εγκλήματος … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Триантафиллу, Соти — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Триантафиллу. Соти Триантафиллу греч. Σώτη Τριανταφύλλου Дата рождения: 1957 год( … Википедия
Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… … Dictionary of Greek